- ύφαλος
- -η, -ο / ὕφαλος, -ον, ΝΜΑ1. αυτός που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια τής θάλασσας2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ύφαλοςωκεαν. βραχώδης κοραλλιογενής ή αμμώδης ανύψωση τού θαλάσσιου πυθμένα η οποία καλύπτεται από τα νερά και τής οποίας η κορυφή βρίσκεται κοντά στην επιφάνεια τής θάλασσας, ώστε να αποτελεί κίνδυνο για τα πλοία που διέρχονται από πάνω3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ύφαλατα τμήματα τού σκάφους που βρίσκονται κάτω από την ίσαλο γραμμή τουνεοελλ.φρ. α) «θυσανωτός ύφαλος»(βιολ.-γεωλ.) κοραλλιογενής ύφαλος που σχηματίζεται κοντά στην ακτή ενός νησιού ή μιας ηπείρου και αποτελείται από μια επίπεδη επιφάνεια στο ύψος τής θαλάσσιας στάθμης·β) «κοραλλιογενής ύφαλος»(βιολ.-γεωλ.) ύφαλος που σχηματίζεται από τη συσσώρευση τών ασβεστολιθικών σκελετών τών κοραλλιών και άλλων βιολογικών ειδών σε θαλάσσια ύδατα στα οποία η θερμοκρασία είναι μεγαλύτερη από 18°C και η αλμυρότητα μεγάλη, συνθήκες που απαντούν μόνον στις τροπικές θάλασσεςγ) «ύφαλος-φραγμός»(βιολ.-γεωλ.) κοραλλιογενής ύφαλος παράλληλος σχεδόν με μια ακτή, από την οποία διαχωρίζεται με λιμνοθάλασσα ή με άλλον υδάτινο όγκο, διακοπτόμενος συνήθως από αρκετούς διαύλους πρόσβασης προς την ακτήμσν.-αρχ.μτφ. (για πρόσ.) κρυψίνους ή ύπουλος, δόλιοςαρχ.1. αυτός που γίνεται στο τμήμα τού πλοίου που βρίσκεται κάτω από την ίσαλο γραμμή («ὕφαλοι πληγαί», Πολ.)2. (για νερό) ο κάπως αλμυρός, υφάλμυρος3. μτφ. δυσνόητος, ασαφής4. φρ. «ἔρεβος ὕφαλον»(στην ποίηση) μτφ. το σκότος τής αβύσσου (Σοφ.).επίρρ...ὑφάλως Μμτφ. με ύπουλο, κρυφό ή δόλιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -αλος (< ἅλς, ἁλός «θάλασσα»), πρβλ. ἀγχί-αλος, πάρ-αλος].
Dictionary of Greek. 2013.